κιβδηλεία

κιβδηλεία
Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει τον νομισματικό τύπο, όπως γίνεται στην παραχάραξη. Η κ. τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Συγκεκριμένα, τιμωρείται τόσο η καθαυτό ενέργεια της πράξης της κ. όσο και η προμήθεια κίβδηλων νομισμάτων με σκοπό την κυκλοφορία τους. Η κ. αποτελεί περίπτωση εγκλήματος περί το νόμισμα, στο οποίο αναφέρεται ειδικό κεφάλαιο (το ένατο) του Ποινικού Κώδικα και στο οποίο (για μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία) προβλέπεται τιμωρία επίσης για τις προπαρασκευαστικές πράξεις, καθώς και δήμευση των κίβδηλων νομισμάτων (άρθρα 209-211 Π.Κ.).
* * *
και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῡ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιβδηλεία — κιβδηλείᾱ , κιβδηλεία adulteration fem nom/voc/acc dual κιβδηλείᾱ , κιβδηλεία adulteration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδηλείας — κιβδηλείᾱς , κιβδηλεία adulteration fem acc pl κιβδηλείᾱς , κιβδηλεία adulteration fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβδηλείαν — κιβδηλείᾱν , κιβδηλεία adulteration fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • καλπουζανιά — και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος] 1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία 2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλία — η (ΑΜ κιβδηλία, Α ιων. τ. κιβδηλίη) βλ. κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλότητα — η [κίβδηλος] η κιβδηλεία* …   Dictionary of Greek

  • πλαστουργία — η, ΝΜ [πλαστουργός] 1. (ιδίως για αγάλματα) έργο πλαστικής τέχνης 2. η πλάση τού ανθρώπου από τον θεό μσν. πλαστογραφία, νόθευση, κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • πλαστότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πλαστού, νοθεία, κιβδηλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός. Η λ., στον λόγιο τ. πλαστότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”